γανίλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γανίλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γανίλα ἡ, σύνηθ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάνα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίλα.

Σημασιολογία

1) Ἡ ὀξίδωσις τῶν χαλκίνων σκευῶν σύνηθ.: Ἡ κατσαρόλα-ὁ τέντζερες ἔχει γανίλα. 2) Ἡ ἐκ στομαχικῶν διαταράξεων προερχομέτη γλισχρότης τοῦ στόματος πολλαχ.: Τὸ στόμα μου ἔχει μιˬὰ γανίλα. 3) Ἡ πυκνὴ καὶ σκοτεινὴ νέφωσις τοῦ οὐρανοῦ πολλαχ.: Ἔχει μιˬὰ γανίλα ὁ οὐρανὸς καὶ θὰ βρέξῃ. Συνών. μαυρίλα. Πβ. γάνα, γανάδα, γανάδι, γανιˬὰ (Ι), γανιˬάδα, γάνος (ΙΙ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/