ἀσβόλη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσβόλη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσβόλη ἠ, Ἰκαρ. Κρήτ. Λευκ. Μακεδ. Πελοπν. (Μεγαλόπ.) Σάμ. - Λεξ. Περίδ. Δημητρ. ἀσβολὴ Λεξ. Δημητρ. (λ. ἀσβόλη).
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ ἀσβόλη.
Σημασιολογία
1) Αἰθάλη Ἰκαρ. Λευκ. Πελοπν. (Μεγαλόπ.) - Λεξ. Περίδ. Δημητρ. Συνών. ἀσβολιˬὰ 1, καπνιˬά. 2) Τὰ ἀνημμένα λεπτὰ τρίμματα τῶν ἀνθράκων Μακεδ. β) Στάκτη Σάμ. 3) Δυστυχία, συμφορὰ Κρήτ. Ἀσβόλη τοῦ ᾽ρθε. Ἀσβόλη νὰ πέσῃ νὰ σὲ πλακώσῃ! (ἀρά). Συνών. ἀσβολεˬὰ (ἰδ. ἀβολεˬὰ 1 β).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA