ἀσβολωμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσβολωμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀσβολωμὸς ὁ, Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ᾽σβουλουμὸς Λέσβ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀσβολώνω.

Σημασιολογία

Ἀσβόλωμα 1, ὃ ἰδ., Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Εἶd᾽ ἀσβολωμὸ εἶ᾽ bοῦ τὸν ἔχει ἡ καμινάδα τούτη; 2) Ἀσβόλωμα 2, ὃ ἰδ., Κρήτ.: Ἔκαμέ dου ἕναν ἀσβολωμὸ ἁποὺ θὰ τὸνε θυμᾶται χρόνιˬα. 3) Ἀσβόλωμα 3, ὃ ἰδ., Λέσβ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/