γαντζούνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαντζούνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαντζούνα ἡ, ἀμάρτ. γατζούνα Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάντζος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ούνα.
Σημασιολογία
1) Μέγας γάντζος, μέγα ἄγκιστρον. 2) Μακρὸς ξύλινος κοντὸς φέρων εἰς τὸ ἕτερον ἄκρον σιδηρᾶν ἀγκύλην, διὰ τοῦ ὁποίου ἀποκόπτοντες καταβιβάζουν τοὺς καρποὺς τῶν ὑψηλὰ εὑρισκομένων κλάδων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA