ἀσεργιˬάνιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσεργιˬάνιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσεργιˬάνιστος ἐπίθ. πολλαχ. ἀσιργιˬάνιστος πολλαχ. ἀσιργιˬάν᾽στους Μακεδ. (Βογατσ. κ.ἀ.) ἀσιργιˬά᾽γους Στερελλ (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σεργιˬανιστὸς<σεργιˬανίζω.
Σημασιολογία
1) Παθ. ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν περιῆλθέ τις πρὸς θέαν ἢ εὐχαρίστησιν ἔνθ᾽ ἀν.: Πῆγα ᾽ς τἠν Πόλι καὶ δὲν ἄφησα μέρος γιˬὰ μέρος ἀσεργιˬάνιστο ἐνιαχ. Τό ᾽χου ἀσιργιˬά᾽γου τοὺ χουράφ᾽ (δὲν τὸ ἐτριγύρισα διὰ νὰ ἴδω ἂν ἔχῃ πάθει ζημίαν ἀπὸ ζῷα) Αἰτωλ. β) Ὁ διελθὼν χωρὶς περίπατον Πελοπν. (Μάν.): Ἀσιργιˬάνιστη πῆγε ἡ μέρα μου σήμερα. 2) Ἐνεργ. ἐκεῖνος ὅστις δὲν περιῆλθέ τι Πελοπν. (Κορινθ. Μάν.) κ.ἀ.: Πρώτη φορὰ πῆγε ἡ μάννα του᾽ς τὴν Ἀθήνα καὶ τὴν ἄφησε ἀσιργιˬάνιστη Κορινθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA