γαντοφορεμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαντοφορεμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαντοφορεμένος ἐπίθ. σύνηθ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάντι καὶ τοῦ φορεμένος μετοχ. τοῦ ρ. φορῶ.

Σημασιολογία

Ὁ φορῶν χειρόκτια: Πάντα τὸν βλέπει κἀνεὶς γαντοφορεμένο. Χέρι γαντοφορεμένο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/