γάνωμα (ΙΙ)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γάνωμα (ΙΙ)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γάνωμα (ΙΙ) τό, Καππ. (Ἀραβάν.) Λευκ. Παξ. γάνουμα Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γανώνω (ΙΙ).

Σημασιολογία

1) Ἡ ρύπανσις δι’ αἰθάλης συνήθως μαγειρικοῦ σκεύους, μουντζούρωμα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Λευκ. Παξ.: Φρ. Ἔπαθε γάνωμα (ὑπέστη ἠθικὸν στίγμα, ἠθικὴν ἀτίμωσιν) Παξ. 2) Δίψα Καππ. (Ἀραβάν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/