ἀσηκωσιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσηκωσιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσηκωσιˬὰ ἡ, ἐνιαχ. ἀσ᾽κωσὰ Σκῦρ. ἀ᾽κουὰ Ἴμβρ.
Σημασιολογία
Ἡ ἀδυναμία νὰ ἐγείρεταί της ἀπὸ τὴν θέσιν του ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀσ᾽κωσὰ νὰ κάμῃς! (ἀρὰ) Σκῦρ. Κάτσι, π᾽ νά ᾽χ᾽ς d᾽ ἀ᾽κουά.᾽ (ἀρὰ) Ἴμβρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA