ἀσήκωτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσήκωτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀσήκωτα ἐπίρρ. Α. Τανάγρ. Ἄγγελ. ἐξολοθρ. 259 Ι. Πολέμ. Κειμήλ. 115.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀσήκωτος.
Σημασιολογία
Εἰς τρόπον ὥστε νὰ μὴ δύναται νὰ σηκωθῇ, βαρέως ἔνθ᾽ ἀν.: «Μιὰ ἀπὸ τὶς μαρτυρικὲς ἑλληνοποῦλλες τῆς Ἀνάτολικῆς Ρωμυλίας μας, ὅπου ἐπάτησε ἀσήκωτα τὸ πόδι τοῦ Βουλγάρου, ὑπέστη καὶ αὐτὴ τὴν θλιβερὰν τύχην τῶν περισσοτέρων συντρόφων της» Α. Τανάγρ. ἔνθ᾽ ἀν. || Ποίημ. Κιˬ ὅσο ἀδε͜ιάζει κιˬ ἀπομένει | μέσ᾽ ᾽ς τὰ στήθη μου ἀδει͜ανή, τόσο ἀσήκωτα βαραίνει, | τόσο ἀγιˬάτρευτα πονεῖ Ι. Πολέμ. ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA