ἀσήκωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσήκωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσήκωτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.) ἀσήκωτες Σκῦρ. ἀσήκουτος Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) ἀσήκουτους βόρ. ἰδιώμ. ἀήκουτους Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀούκουτους Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Μακεδ. ἄσ᾽κωτος Πόντ. (Κερασ. Σαντ. Τραπ.) ἀνασήκωτος Μεγιστ. ἀνασήκουτους Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀσήκωγος Πελοπν. (Παππούλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. σηκωτὸς<σηκώνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ἀρθῇ εὐκόλως, πολὺ βαρὺς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οὶν. Σαντ Τραπ.): Ἀσήκωτο κοφίνι – πανέρι - τσουβάλι. Τὸ παιδὶ πάχυνε πολὺ κ᾽ ἔγινε ἀσήκωτο κοιν. Ἐ᾽νε ἀσήκωτο γομάρι Σκῦρ. Ἀσήκουτου σακκί βόρ. ἰδιώμ. || ᾎσμ. Ἐβάλαν τ᾽ εἰς τοὺς νόμους του ἀσήκωτον μολύβιν Κύπρ. Ποιημ. Σὰν τὸ μολύβι ἀσήκωτα τὰ δυˬό μου χέριˬα ἀπόψε Ι. Πολέμ. Βασιλ. ἀνήλιαγ. 7. 2) Ὁ μὴ ἀρθεὶς ὑπό τινος κοιν.: Τὰ στρώματα εἶναι ἀσήκωτα. Τὸ τραπέζι εἶναι ἀσήκωτο κοιν. Τὴν ἔχω ἀσήκωγη τὴ σταφίδα ἀπὸ τ᾽ ἁλώνι Πελοπν. (Παππούλ.) Πβ. ἀμέθαρτος 1. β) Ὁ μὴ ἀρθεὶς πρὸς ἐνταφιασμόν, ἀκήδευτος, ἄταφος Ἤπ. (Ζαγόρ.) Πελοπν. (Κορινθ. Λάκων.) Πόντ. (Κερασ.) - Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Ὁ θάνατος ἀσήκωτος έν᾽ (θάνατος = νεκρὸς) Κερασ. Ἀσήκωτη ἔχουνε ἀκόμη τῆ γρα͜ιὰ Λάκων. 3) Ὁ μὴ ἐγερθεὶς αὐτὸς ἢ ὑπ᾽ ἄλλου ἐκ τῆς κλίνης, ἀνέγερτος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Ἦταν ἀκόμη ἀσήκωτος ὅταν πῆγα᾽ς τὸ σπίτι του Σύνηθ. Μὴν ἀφίνῃς τὸ κωπέλλι ἀσήκωτο τέθο͜ια ὥρα Κρήτ. Ἄσ᾽κωτον ἀφῆκεν τὸ μωρὸν ἀπὸ τὸ κρεββάτιν Τραπ. β) Ὁ μὴ ἐγειρόμενος ἢ ἐγερθεὶς ἐκ τῆς κλίνης ἕνεκα νόσου, κλινήρης, κατάκοιτος πολλαχ.: Εἶναι ἀσήκωτος ἀκόμα πολλαχ. Ἔ᾽ δέκα μέρις ἀούκουτους Ἤπ. (Ζαγόρ.) γ) Ὁ ἐξ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ ἐγερθῇ Πόντ. (Κερασ. Τραπ.): Ἀσήκωτον κρεββάτιν ἔπεσεν Κερασ. || ᾎσμ. Ἔμπα καί, μάννα, στρῶσό με θανατικὸν κρεββάτιν, θανατικὸν κιˬ ἀσήκωτον, σηκωμονήν ντὸ κ᾽ ἔει Κερασ. Τραπ. δ) Ὁ μὴ ἐγερθεὶς ἵνα μεταβῇ εἰς τὴν κλίνην του, ὁ μὴ κατακλιθεὶς Κύθηρ.: Ἀσήκωτο εἶν᾽ ἀκόμα τὸ παιδί σου. 4) Οὐσ., ἡ θέσις ἢ ἡ κατάστασις ἐξ ἧς δὲν δύναταί τις νὰ ἐγερθῇ, μάλιστα ἐπὶ ἀρῶν Θήρ. Κρήτ. Κύθηρ. Πόντ. (Σάντ.) Σκῦρ. κ.ἀ.: Σήκω ἀποτὰ καὶ μὴν ἔκατσες ᾽ς τὸν ἀσήκωτο Κρήτ. Τὸν ἀσήκωτο νά ᾽χῃς! (ἀρὰ) Θήρ. Κάτσε τὸν ἀσήκωτο! (ἀρὰ) Κύθηρ. Πέσε π᾽ νὰ κάμ᾽ς τ᾽ ἀσήκωτο! (ἀρὰ) Σκῦρ. ᾽Σ σὸν ἄσ᾽κωτον ἐρροῦξεν (ἔπεσε ἄρρωστος καὶ δὲν ἐσηκώθη πλέον) Σάντ. β) Ὁ θάνατος Ποντ. (Κερασ.) Β) Μεταφ. 1) Πάρα πολύς, ἄφθονος Γ. Βλαχογιάνν. Τὰ παληκάρ. 36: Ἔχει τὸ μοναστήρι ἀσήμι καὶ χρυσάφι ἀσήκωτο. 2) Βαρύτιμος, πολυτελὴς, ἀκριβὸς Δαρδαν. Θήρ. Κωνπλ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σῦρ. Φόρεμα ἀσήκωτο Δαρδαν. Ἀσήκωτα πράγματα Σῦρ. Ἀσήκουτου χουράφ᾽ Αἰτωλ. 3) Ἐκεῖνος ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὑποφέρῃ, ἀφόρητος, ἐπαχθὴς Δαρδαν. Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Μῆλ. Σκῦρ. κ.ἀ.: Μητρυιὰ ἀσήκωτη Δαρδαν. Δὲν ὑποφέρεται πεˬά, ἔγινε ἀσήκωτες Σκῦρ. Εἶσι πάντα ἀήκουτους, καηˬμένι! Ζαγόρ. 4) Ὁ μὴ συγκαταβατικός, ὁ μὴ ἀνεχόμενος ἀστεϊσμοὺς κττ. Πελοπν. (Λακων.): Ὁ δεῖνα εἶναι ἀσήκωτος. 5) Ὁ ἔχων πολλὰς ἀξιώσεις, ἀπαιτητικὸς Σύμ.: Γαμπρὸς ἀσήκωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA