γανώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γανώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γανώνω (Ι) κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) γανώνου βόρ. ἰδιώμ. γανών-νω Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) γανούου Τσακων. ἀγανώνω Πελοπν. (Κορινθ. Μεσσ. Τρίκκ. Τριφυλ. κ.ἀ.) ἀγανώνου Μακεδ. (Κοζ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. γανόω=λαμπρύνω, στιλβώνω.

Σημασιολογία

1) Ἐπαλείφω διὰ τετηγμένου κασσιτέρου χάλκινον σκεῦος, κασσιτερῶ κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Γανώνω τὸ καζάνι-τὸ ταψὶ-τὰ χαλκώματα κττ. κοιν. ‖ Φρ. Τοῦ γωνώνω τὸ κεφάλι-τὸ μυαλὸ (τὸν ζαλίζω, τὸν συγχύζω, τὸν τυραννῶ, τοῦ φέρω πολλὰς δυσκολίας κττ.) σύνηθ. Τοῦ γανώνω τὸ κέρατο (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Μεσσ.) || Αἴνιγμ. Δυˬὸ τασέλλιˬα γανουμένα | ’πάν’ ’ς τοὺν τοῖχου κουλλημένα (οἱ ὀφθαλμοὶ) Λέσβ. Μετοχ. γανωμένος, μεταφ. μεθυσμένος Κυκλ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Ἰδ. Εὐστάθ. 362 «τὸ δὲ γανοῦσθαι λαβοῦσα ἐξ Ὁμήρου καὶ ἡ χυδαία γλῶσσα ἐπιλέγει αὐτὸ χαλκώμασιν, ἃ κασσίτερος ἀλείφων χρώζει πρὸς ἀργυρωμάτων ὑπόκρισιν» καὶ Μαχαιρ. (ἔκ. RDawkins) 1,400 «καὶ ἔβαλεν εἰς τὴν κεφαλήν του ἕναν χαρκὶν καὶ ἕναν χαρκόπουλον εἰς τὸ χέριν του λαλῶντα πά’ νὰ τὸ γανώσῃ». Καὶ ἀμτβ. γανώνομαι Σύμ.: Φρ. ᾽Εγάνωσεν ἡ γιστέρνα (μόλις ἐκαλύφθη ὁ πυθμήν της ὑπὸ ὕδατος). 2) Ἐπαλείφω πήλινον ἀγγεῖον διὰ πίσσης διαλελυμένης ἢ δι’ ἄλλης εἰδικῆς συσκευασίας καθιστῶν τοῦτο ἀδιαπέραστον εἰς τοὺς πόρους ἢ κατάληλον διὰ τὴν βράσιν φαγητοῦ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): Γανώνω τὸ πουλούλ’ (πίθον) Κωτύωρ. Τραπ. Χαλδ. Γανώνω τὸ τζάπ’ (πήλινη χύτρα) Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. || Φρ. Ἐγανῶθεν ἡ κοιλία μ᾿ ἀσ’ σὸ κρασὶν (γανώθηκε ἡ κοιλιά μου ἀπὸ τὸ κρασί, ἤτοι τὸ συνήθισα καὶ δὲν μὲ βλάπτει πλέον) Κερασ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. β) ᾿Επαλείφω τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ ἁλωνίου διὰ λεπτοῦ στρώματος ὑδαροῦς πηλοῦ, ὥστε νὰ καταστῇ αὕτη λεία καὶ ὁμαλὴ Πόντ. (Χαλδ.): Γανώνω τ’ ἁλών’. 3) Θέτω εἰς χρῆσιν οἰκιακὸν σκεῦος Πόντ. (Ὄφ.): Θὰ γανώνωμε τὸ τουλούμ’ (ἀσκόν). Β) Μεταφ. 1) Παραπείθω, ἐξαπατῶ τινὰ Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Σέρρ.): Μὲ στράωσιν ταὶ μὲ γάνωσεν ταὶ μοῦ τὸ πούλησεν Κύπρ. β) Ὑπεξαιρῶ ἐπιτηδείως τὰ χρήματά τινος Μακεδ. (Σέρρ.) 2) Διεγείρω, ἐξερεθίζω τινὰ Ρόδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/