ἀσημάρματα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσημάρματα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσημάρματα τά, Κρήτ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ. – Κ. Παλαμ. Πολιτ. μοναξ. 43 ἀσημοάρματα Μακεδ. (Φλόρ.) ᾽σημάρματα Μακεδ. (Καταφύγ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀσήμι καὶ ἄρματα, δι᾽ ὃ ἰδ. ἄρμα. Ἡ λ. καὶ ἐν τῷ ποιήματι τοῦ Δασκαλογιάννη (18ου αἰῶνος) στ. 528.
Σημασιολογία
Ἀργυρᾶ ὅπλα ἢ ἐπάργυρα ἢ δι᾽ ἀργύρου πεποικιλμένα ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. Τ᾽ ἀσημοάρματά του | δὲν κάνουν γιˬὰ φωτιˬά, δὲν κάνουν γιˬὰ καμπάνες, | γιˬὰ τὴν Ἀγιˬὰ Σοφιˬὰ Φλόρ. - Ποιημ. Λακκιˬώτικα ἀσημάρματα, πρωτάκουστα βροντήστε Κ. Παλαμ. ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA