γαραλαΐζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαραλαΐζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γαραλαΐζω Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Ὄφ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) γαραλαγίζω Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Λέξις πεποιημένη ἐκ μορ. γαρὰλ ἰσχυρὸν κρότον δηλοῦντος. Περὶ τῶν μιμηλῶν ἐν γένει ρημάτων τῆς διαλέκτου ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀρχ. Πόντ. 12 (1946) 55-58. Τὸ ρῆμα δύναται νὰ ἐτυμολογηθῇ καὶ ἀπὸ τὸ οὐσ. γαραλαΐα.
Σημασιολογία
Φωνάζω δυνατά, κραυγάζω γοερῶς ἔνθ’ ἀν.: Ἐγαραλάιξεν ἀσ’ σὰ ξυλέας (ἀπὸ τοὶς ξυλεˬὲς) Χαλδ. Τὸ μωρὸν γαραλαΐζ’ κ’ ἡ μάννα ’θε ’κὶˬ ἀκούει ἀτο (δὲν τὸ ἀκούει) αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA