ἀσημαρματωμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσημαρματωμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσημαρματωμένος ἐπίθ. Ἤπ. Κρήτ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) - Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Μετοχ. τοῦ ἀμαρτ. ρ. ἀσημαρματώνομαι, ὃ ἐκ τοῦ οὐσ. ἀσημάρματα.

Σημασιολογία

1) Ὁ ὡπλισμένος μὲ ἀσημάρματα ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. Δυˬὸ παλληκάριˬα ὄμορφα ἀσημαρματωμένα εἰς τοῦ Τσανάκι τὴν αὐλὴ εἶνιˬαι ξεπεζεμένα Κρήτ. Γιˬὰ ἰδὲ βοσκοὶ τὰ βόσκουνε ἀσημαρματωμένοι αὐτόθ. 2) Ὁ ἔχων ἀργυρᾶ ἐξαρτύματα Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Λεξ. Δημητρ.: Ἀσημαρματωμένο ἄλογο Λεξ. Δημητρ. || ᾎσμ. Καράβι μου τρικάταρτο κιˬ ἀσημαρματωμένο, ποῦ ᾽χεις παννιˬὰ μεταξωτὰ κ᾽ ἔχεις κουπιˬὰ ἀσημένιˬα (ἐκ μοιρολ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/