γαράντρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαράντρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαράντρα ἡ, Κεφαλλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς ρήσεως τῆς Καινῆς Διαθήκης «καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω, πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνὴρ» (Ἰωάνν. 3, 17-18). ᾿Ιδ. ΠΛορεντζ. ἐν Ἀθηνᾷ 16 (1904) 213-4.
Σημασιολογία
Γυνὴ ἀνήθικος, παλλακίς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA