ἀσημένιˬος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσημένιˬος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσημένιˬος ἐπίθ. κοιν. ἀσημένιˬο Ἀπουλ. ἀσημένιˬε Τσακων. ἀσ᾽μένιˬος Σκῦρ. ἀσημέινους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Σιάτ.) ἀσ᾽μέινους Θεσσ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Βελβ. Σιάτ.) ἀσ᾽μένιˬους βόρ. ἰδιώμ. ἀ᾽μένιˬους Θεσσ. κ.ἀ. ἀσ᾽μιˬένιˬους Θρᾴκ. ἀσ᾽μέρνιˬους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀ᾽μέρνιˬους Θεσσ. ἀσουμένιˬος Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) ἀσημένӧς Ποντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἀσημένος Α. Ρουμελ. (Καρ.) Καρπ. Κύπρ. Κῶς Μεγιστ. Πόντ. (Κοτύωρ.) Ρόδ. Συμ. ἀσ-σημένος Χίος (Πυργ.) ἀσημένους Λυκ. (Λιβύσσ. Μάκρ.) ἀσημένες Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀτσημένιˬος Χίος (Καρδάμ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀσήμι καὶ τῆς καταλ. -ένιˬος. Ἰδ. Γ. Χατζιδ. ΜΝΕ 2,118. Ἡ λ. παρὰ Δουκ. Ὁ τύπ. ἀσημὲνος καὶ μεσν. Ἰδ. Μαχαιρ 1,76 (ἔκδ. R. Dawkins) «εἶχαν ποίσειν τὰ καρτζὰ ἀσημένα».
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ ἐξ ἀργύρου κατεσκευασμένος, ἀργυροῦς ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀσημένιˬος δίσκος. Ἀσημένιˬα ἀλυσίδα. Ἀσημένιˬο κουμπὶ - ποτήρι - ρολόι κττ. Ἀσημένιˬα ποτήριˬα - μαχαίριˬα κττ. κοιν. Ἀσημένη ζῶσι Καρ. Ἀσημένεν καυκὶν Τραπ. Ἀσημένο Παναΐα Κοτύωρ. Ἀσημένӧ δαχτυλίδ᾽ Ὄφ. || Φρ. Τρώει μ᾽ ἀσημένιˬα κουτάλιˬα (εἶναι πλούσιος) Ἀθῆν. Τ᾽ν ἔκαμι ἀσ᾽μένιˬα τὴ δ᾽λε͜ιὰ (ἐκέρδισε τὴν ὑπόθεσιν ἀφοῦ ἐξώδευσε πολλὰ εἰς δικαστικὰ καὶ εἰς δῶρα) Βογατσ. || Γνωμ. Ἡ ποππαδική εἶνιν ἀσημένη βρύσι Λιβύσσ. || Ἄσμ. Ἡ μοῖρα ποῦ σ᾽ ἔμοίρανε ἀδράχτιˬα εἶχε ἀσημένιˬα Πελοπν. Τὴν Παναγιˬὰ τήν ἔταξα καντήλιν ἀσημένο νὰ φέρῃ τὸν πατέρα μου, γιˬατὶ τὸν ἀναμένω Μεγιστ. Κὶ τοὺ σπαθὶ τοὺ διμισκὶ μὶ ν ἀσημέι᾽ τὴ χούφτα (ν = τὴν) Σιάτ. Κὶ τά στιφανουδέματα, | ὤχου᾽ Χριστέ μ᾽ ἀπόθανα, ἄχ, κ᾽ ἰκεῖνα ἀσημέινα, | πάλ᾽ ἀλλοίμουνου σὶ μένα Ἀδριανούπ. Βάνει κατάρτιˬα bρούτζινα, ἀdένες ἀσουμένιˬες Σωζόπ. Ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀσημένιˬος καὶ κύρ. ὄν. Κύθν. κ.ἀ. καὶ θηλ. Ἀσημένιˬα πολλαχ. Μένιˬα Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Συνών. ἀνάργυρος (ΙΙ), ἀργυρένιˬος, ἀργύριˬνος, ἀργυρίτικος, ἀργυρὸς 1, ἀσημίτικος, ἀσημός 2) Ὁ οἱονεὶ ἀργυροῦς, ὁ τὸ χρῶμα ἀργύρου ἔχων σύνηθ.: Ἀσημένιˬα θάλασσα. Ἀσημένιˬα μαλλιˬὰ σύνηθ. || Ἆσμ. Ἔχασα τὸ λαγιˬαρνί, | ποῦ ᾽χε τὸ χρυσὸ μαλλί, τ᾽ ἀσημένιο κέρατο ἀγν. τόπ. 3) Μεταφ. ἀγαθός, ἐπὶ ἀνθρώπου Στερελλ. (Αἰτωλ.): Εἶνι ἀνθρουπους ἀσ᾽μέρνιˬους. Β) Οὐδ. οὐσ. 1) Ἀργυροῦν νόμισμα Πελοπν. (Βούρβουρ. Λάστ.) Σκῦρ. 2) Ρωσικὸν ρούβλιον Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Χαλδ.) 3) Ὕφασμα ἐκ βομβυκίου λευκανθέντος (διὰ τὸ ἀργυρίζον χρῶμα) Κῶς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA