ἀσήμι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσήμι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσήμι τό, ἀσήμιν Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.) ἀσήμι κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καππ. (Σίλατ. Σινασσ.) ἀσ-σήμι Χίος (Καμπιὰ) ἀτσήμι Χίος (Ἅγιος Γεώργ. κ.ἀ.) ἀσήνι Τσακων. ἀήμι Καππ. ἀιˬσήμι Βιθυν. ἀσήμι Εὔβ. (Στρόπον.) Μακεδ. (Βελβ. Βλάστ.) ἀσήμ᾽ βόρ. ἰδιώμ. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) ἀήμ᾽ Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀσήμιον, ὃ ἐκ τοῦ μεταγν. ἄσημον. Καὶ οἱ τύπ. ἀσήμιν καὶ ἀσήμι μεσν. Περὶτῆς λ. ἰδ. Μ. Στεφανίδ ἐν Ἀθηνᾷ 28 (1916) Λεξικογρ. Ἀρχ. 77.
Σημασιολογία
1) Τὸ μέταλλον ἄργυρος κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Σίλατ. Σινασσ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ἀσήμι νὰ πιˬάνῃς, χῶμα νὰ γένεται! (ἀρὰ) Πελοπν. (Λακων.) || Φρ. Ἀσήμι καὶ μάλαμαν παιδὶν ἔνι (πολὺ καλὸ) Κερασ. || Ἄσμ. Ἕνας τσῆ πάει μάλαμα κιˬ ἄλλος τσῆ πάει ἀιˬσήμι, ὁ τρίτος ὁ μικρότερος τσῆ πάει τὸ γαιˬτάνι Βιθυν. Τ᾽ ἀμμάθιˬα σού ᾽ναι δυˬὸ λογιˬῶ ἀσήμι καὶ χρυσάφι, σφάζου gσαρδιˬές, παίρνουν ψυχές, δὲ gάνουνε νισάφι, Κρήτ. Ἄσπρον ἔν᾽ τὸ χαρτὶ τσ᾽ ἄσπρο τὸ χιˬόνι ἄσπρο τσαὶ τὸ χαλάζι τσ᾽ ἄσπροι οἱ κρίνοι ἄσπρο τὸ σφόντυλό σου τσ᾽ οἱ βραχιˬόνοι, ᾽ς τὸ πέτ-το σου βαστᾷ δυˬὸ μῆλα ἀσήμι Ἀπουλ. (Στερνατ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ἄνδρ Κρήτ. β) Τὸ ἀργυροῦν χρῶμα Κ. Παλαμ. Καημοὶ λιμνοθάλ. 104: Ποίημ. Ρούγα πλατε͜͜ιά, ἀποπάνω τους πατήστε πρὸς τῆς μεγάλης θάλασσας τ᾽ ἀσήμιˬα. 2) Πληθ., ἀργυρᾶ κοσμήματα Ἄνδρ. Πελοπν. (Σουδεν.) κ.ἀ.: ᾌσμ. Νὰ μπῇ ὁ νεˬὸς μὲ τ᾽ ἄρματα κ᾽ ἡ νεˬὰ μὲ τὰ ἀσήμιˬα Ἄνδρ. - Νύφη, βροντᾶν τ᾽ ἀσήμιˬα σου καὶ μᾶς ἀκούει ὁ Χάρως! - Εγὼ τ᾽ ἀσήμιˬα τὰ πετάω, | τοὶς ἀλλαξιˬὲς τοὶς βγάνω Σουδεν. Βαροῦν τ᾽ ἀσήμιˬα ᾽ς τὰ βυζιˬὰ καὶ τὰ κομπιˬὰ ᾽ς τὰ στήθηˬα ἀγν. τόπ. 3) Ἀργυροῦν νόμισμα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Πελοπν. (Κόκκιν. κ.ἀ.): Νὰ ἰδοῦμε πο͜ιὸς θὰ βρῇ τ᾽ἀσήμι ἐφέτο, πο͜ιὸς θὰ ᾽ν᾽ ὁ τυχερὸς (ἐνν. τὸ ἀργυροῦν νόμισμα τῆς νυφοκουλούρας) Κόκκιν. || ᾌσμ. Ἔχει τοὺ βιˬὸ ἀμέτρητου, ἀσήμι κὶ λουγάρι Ζαγόρ. Δὲ θέλω ᾽γὼ τ᾽ ἀσήμιˬα σας μηδὲ τὸ μάλαμά σας Πελοπν. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.) Α 1870 «γιατὶ γυρέψειν ἤθελε ἀσήμι γὴ τορνέσα». Συνών. ἀσημοπαρᾶς. 4) Ἐπιθετικ., ἀργυροῦς Θήρ. (Οἴα): ᾎσμ. Μαλαματένιˬε μου σταυρὲ κιˬ ἀσήμι δαχτυλίδι ὥς πότε θὰ μοῦ κρύβγεσαι μέσ᾽ ᾽ς τὸ πορταλαμίδι;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA