ἀσημικὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσημικὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσημικὸ τό, ἀσημικὸν Πόντ. (Κερασ. Σάντ. κ.ἀ.) ἀσημικὸ κοιν. ἀσημ᾽κὸ βόρ. ἰδιώμ. ᾽σημ᾽κὸ Μακεδ. (Βλάστ.) Πληθ. ἀσηνικὰ Τσακων.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀσημικό. Ἰδ. Γ. Χατζιδ. ἐν Ἐπιστ. Επετ. Πανεπ. 13 (1916/7) 204. Ἡ λ. καὶ ἐν χειρογράφῳ σημειώματι τοῦ ἔτους 1406. Ἰδ Byzant. Zeitschr. 6,545 «εἴτε ἀσημικὰ καὶ λαμπριάτικα»
Σημασιολογία
Καθ᾽ ἑνικ. περιληπτικῶς ἢ κατὰ πληθ., τὰ ἀργυρᾶ κοσμήματα ἢ σκεύη ἔνθ᾽ ἀν.: Τ᾽ ἀσημικό της δὲ λέγεται. Κληρονόμησε πολλὰ ἀσημικά. Πούλησε τ᾽ ἀσημικά του κοιν. Ἔ᾽ τ᾽ ἀσημ᾽κὸ μὶ τοὺ καντάρ᾽ Στερελλ. (Ἀράχ.) || ᾌσμ. Ἄνοιξε τὴ gασσέλλα μου τὴ μαυραραχνιˬασμένη καὶ δῶσ᾽ τ᾽ οὕλα τὰ ροῦχα dου κιˬ οὕλα τ᾽ ἀσημικά dου Κρήτ. (Βιάνν.) Ποιημ. Ἦρθε ἀπ᾽ τὴν Πόλι νεˬὸς πραματευτὴς μὲ διˬαλεχτὴ πραμάτε͜ια | μ᾽ ἀσημικά καὶ χρυσικὰ καὶ μὲ γλυκὰ καὶ μαῦρα μάτιˬα Ι. Γρυπάρ. ἐν Ἀνθολ. Η. Ἀποστολίδ. 66.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA