ἀσημίτικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσημίτικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσημίτικος ἐπίθ. Ἤπ. Καρπ. Χηλ. Χίος - Λεξ. Βλαστ. 347 ἀτσημίτικος Χίος (Καρδάμ.) ἀσημίδικος Χίος (Δαφν.) ἀσημητικὸς Πελοπν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀσήμι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίτικος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Ἀργυροῦς ἔνθ᾽ ἀν.: Φούντα ἀσημίτικη Καρπ. Κούππα ἀσημίτικη Χίος Δαχτυλίδια ἀσημίτικα αὐτόθ. || Ἄσμ. Νὰ χτίσουν ἀργυρὸ λουτρὸ | μὲ σιντριβόλιˬα δεκοχτὼ μὲ γοῦρνες ἀσημίτικες, | ὄμορφες καὶ ζαρίφικες Χηλ. Βέργα μου -ν- ἀσημίτικη, σπαθί μου διαμαντένιˬο Ἤπ. Καλῶς το τὸ σεντούκι μου τ᾽ ἀσημοκλειδωμένο, πῶς τ᾽ ἄφηκ᾽ ἀσημιτικό, τό ᾽βρα μαλαματένιˬο Πελοπν. Συνων. ἰδ. ἐν λ. ἀσημένιˬος Α1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA