ἀσημόβεργα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσημόβεργα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσημόβεργα ἡ, Ἤπ. Πελοπν. (Λακων.) ἀσημόβιργα Θεσσ. (Ὄλυμπ.) Στερελλ. (Παρνασσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀσήμι καὶ βέργα.
Σημασιολογία
Ἀργυρᾶ ράβδος ἔνθ᾽ ἀν.: Τὰ παλα͜ιὰ τὰ παλάτιˬα εἶχαν παράθυρα φραγμένα μ᾽ ἀσημόβεργες Ἤπ. ᾌσμ. Νὰ τοὺν δείρουμι ᾽ς τὰ πόδιˬα μ᾽ ἀσημόβιργις, νὰ τοὺν δείρουμι ᾽ς τὰ χέριˬα μὶ τριαντάφυλλα Ὄλυμπ. Βέργα μου, ἀσημόβεργα, κυπαρισσιˬοῦ φουντάνι, νἀ ζήσ᾽ οὑ βασιλέας μας κ᾽ ἰμεῖς ἂς πάμ᾽ κουρbάνι Παρνασσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA