γιδοσταλὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιδοσταλὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γιδοσταλὸς ὁ, Δ. Λουκόπ., Ποιμεν. Ρούμελ., 51-Λεξ. Βλαστ. 290 γιδόσταλους Στερελλ. (Ἀρτοτ.) κ.ἀ. ’δόσταλους Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Καλαμπάκ. Κακοπλεύρ. Φωτειν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.). Μακεδ (Γήλοφ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γίδι καὶ σταλός.

Σημασιολογία

Θερινὸς στἄβλος αἰγῶν, συνήθως κάτω ἀπὸ σκιερὰ δένδρα ἔνθ’ ἀν.: Ἀκεῖ ’ς τοὺν ἅ-Γιˬώρ’ ἔχου τοὺ ’δόσταλου Γήλοφ. Νὰ πᾷς ’ς τοὺ ’δόσταλου νὰ φ’λάξ’ς τὰ γίδιˬα Κακοπλεύρ. Ἰδῶ πού ’νι τὰ ἔλατα εἶνι καλὸ γιὰ ’δόσταλους Αἰτωλ. Ποῦ τοὺν ἔχιτι τοὺ ’δόσταλου φέτου; Ἄκρ. Πβ. προβατοσταλός. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ. ’δόσταλους Μακεδ. (Λιμπίν.) Γιδόσταλου Θεσσ. (Γερακάρ.) ’δόσταλα Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/