γιδοστέφανο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιδοστέφανο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιδοστέφανο τό, Δ. Λουκοπ., Ποιμεν. Ρούμελ, 80- Λεξ. Βλαστ. 288 γιδουστέφανου Ἤπ. (Δωδών.) ’δουστέφανου Ἤπ. (Κουκούλ.) Στερελλ. (Ἀκαρναν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γίδι καὶ στεφάνι.

Σημασιολογία

Γιδοκουλούρα 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Φκε͜ιάσι μ’ κἄνα καλὸ ’δουστέφανου νὰ πιράσου αὐτὸν-γιˬὰ τοὺν κύπρου ’ς τ’ γίδα (κύπρου = τὸ μεγάλο κουδούνι) Κουκούλ. Συνών. προβατοστέφανο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/