γιδόσφαχτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιδόσφαχτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιδόσφαχτα τὰ, Κρήτ. αἱιδόσφαχτα Κρήτ. (Σφακ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ πληθ. τῶν οὐσ. γίδι, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ αἰίδι, καὶ σφαχτό, περὶ τοῦ ὁπ. βλ. σφαχτός.

Σημασιολογία

Γιδοπρόβατα, τὸ ὁπ. βλ.: Ἔχω τρακόσιˬα αἰιδόσφαχτα Σφακ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/