γιˬὲμ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬὲμ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επιφώνημα
Τυπολογία
γιˬὲμ ἐπιφών. πολλαχ. γιˬέμου Μέγαρ. γιˬὲ Θάσ. Μακεδ. (Λαγκαδ. κ.ἀ.) Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yem, τὸ ὁποῖον τίθεται πρὸ τῶν ἐπιθέτων πρὸς δήλωσιν ἐπιτάσεως.
Σημασιολογία
1) Εὑρισκόμενον ἔμπροσθεν φράσεων δηλοῖ ἔννοιαν συγγενῆ πρὸς τὴν ἔννοιαν τοῦ ὦ ἢ ἀλλοίμονον πολλαχ.: Γιˬὲ ’ς τοὺ καηˬμό σ᾿, Ἀννούδα! (ὦ, τί συμφορὰ ποὺ σὲ βρῆκε!...) Θάσ. Μοῦ ’πανε, σὰν πέθανε, γιˬέ, ὁ βουλιˬασμένος της ἄdρας, νὰ dὸν ξοbλιˬάσω, μὰ σὰ dί νὰ dοῦ ’λεγα ἡ ἔρμη (βουλιˬασμένος = αὐτὸς ποὺ βούλιαξε, ποὐ πέθανε, ξοbλιˬάζω = λέγω τὶς χάρες κάποιου, ἐδῶ μοιρολογῶ) Ἰθάκ. Γιˬέ, δουλε͜ιὲς ποὺ πάθαμε! Ροδ Γιˬέ, βουΐζ᾽ σὰν τοὺ μπούμπαρου (= κάνθαρο) Μακεδ. (Λαγκαδ.) Γιˬέμ, γιˬὲμ (ἄχ, ἄχ) Στερελλ. (Κλών.) || ᾎσμ. Γιˬέμ, κατάρα ᾿ς τ᾽ ὄνομά του καὶ σὲ ὅλη τὴ γενιˬά του Πελοπν. (Γαργαλ.) κ.ἀ. 2) Μόρ., τοὐλάχιστον, βεβαίως Μέγαρ.: Κλάψε γιˬέμου, μὰ λυπήθου τὰ παιδιˬά σου || Παροιμ φρ. Πίνι γιˬέμου, μὰ τσοίτα τσ᾽ἀψηλὰ (ἐπὶ ἀγνωμόνων). 3) Ἐπιρρήματ., ταχέως, δρομαίως Μέγαρ.: Ἔτρωγε γιˬέμου. Πήγαινε γιˬέμου-γιˬέμου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA