γιλαντζίκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιλαντζίκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιλαντζίκι τό, ἐνιαχ. γιλαντζίκ-κιν Κύπρ. γιλαντζί’ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Προπ (Μηχαν.) ’ιλαντζίκι Θρᾴκ. Κωνπολ. -Λεξ. Περίδ. Βυζ. ’ιλαντζούχι Καππ (Σινασσ.) κιλιντζίκιν Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yilancik = ἐρυσίπελας.

Σημασιολογία

Ἐρυσίπελας ἔνθ’ ἀν.: Κόβκω τὸ γιλαντζίκ-κιν τζαὶ τὸ κιλιντζίκ-κιν ἀπὸ τὸδ-δοῦλον τοῦ Θεοῦ τάδε (ἐξ ἐπῳδ.) Κύπρ. Συνών. ἀγαθὸ 3, ἀερικὸ 4ζ, ἀμελέτητο, ἀμπελοκλάδι 6, ἀνεμικὸ (βλ. ἀνεμικὸς Β1δ), ἀνεμοπύρι 1, ἀνεμοπύρωμα, ἀχαμνό, ἐρυσίπελας, μαγουλᾶς 2, ξορκισμένο, παραμαγούλα, πυρό, σουσουμιˬάδες, φώκιˬο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/