γαργάλωνας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαργάλωνας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γαργάλωνας ὁ, Κύθν. Μύκ. Σίκιν.
Ετυμολογία
Μεγεθ. τοῦ οὐσ. γάργαλο. Παρὰ Σομ. σελ. 191 καὶ Κορ. Ἱπποκρ. ἀρχ. ἰατρ. 172. Ὑπάρχει καὶ τύπος γαργαλῶνας.
Σημασιολογία
1) Ἀδὴν τοῦ λαιμοῦ, ἀμυγδαλῆ Κύθν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. γαργαλίδι 1β. 2) Πᾶν ἐξόγκωμα ἀδενοειδὲς γεννώμενον ὁπουδήποτε τοῦ σώματος Μύκ. Σίκιν. Πβ. γάργαλο, γαργαρεˬῶνας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA