γιλντίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιλντίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιλντίζω Κύπρ. Προπ. (Ἀρτάκ.) γιλτίζω Α. Ρουμελ. (Καβακλ.) Θρᾴκ. (Μυριόφ. κ.ἀ.) Κύπρ.-Χ. Τζαπούρ., Πόλεμο Βαλκαν., 3 γιλτίζου Λέσβ. Σάμ. γιλτίν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yilmak = φοβοῦμαι.
Σημασιολογία
1) Φοβοῦμαι, δειλιῶ Θρᾴκ. (Μυριόφ.) Κύπρ. Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Σάμ.: Τ’ ἀμ-μάτιμ-μου ’ὲγ γιλντίζει ᾿ποὺ ἔτσι πράματα (δὲν φοβοῦμαι τοιαύτας ἀπειλὰς) Κύπρ. Γίλτ’σι τοὺ μάτ’ dουν (ἐφοβήθη τὸ μάτι των, ἐφοβήθησαν) Λέσβ. β) Ἐνδίδω, ὑποχωρῶ, ἡττῶμαι, ἀποκάμνω Α. Ρουμελ (Καβακλ.) Κύπρ. Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Προπ. (Ἀρτάκ.) -Χ. Τζαπούρ., Πόλεμ Βαλκαν., 3 : Πρῶτα ᾶνdιστάθην γκαλά, ἀμ-μὰ ὕστερα ἐγίλτισεν Κύπρ. || ᾎσμ. Ἔν’ τζ’ ὁ σουλτάνος κάμbοσος, εὔκολα ’ὲγ-γιλτίζει Χ. Τζαπούρ., ἔνθ᾽ ἀν. γ) Ἀπροσ., ἀποκάμνω Θρᾴκ. (Μυριόφ.: Μὲ γίλτ’ σε (ἐβαρύνθην, ἀπέκαμα). 2) Μετβ., ἐμβάλλω φόβον εἴς τινα, πτοῶ, φοβίζω Κύπρ. 3) Νικῶ εἰς πόλεμον, εἰς παιχνίδιον Προπ. (Ἀρτάκ.): Τὸν γιλντίσαμε σήμερα ’ς τὰ βολέριˬα (εἰς τοὺς βόλους τήν ὁμώνυμον παιδιὰν τῶν παίδων). Συνών. τρομάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA