γιλντιρίμι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιλντιρίμι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιλντιρίμι τό, ἐνιαχ. γιλντιρίμ’ Καππ. (Δίλ. Μισθ.) γιλντουρούμ’ Πόντ. (Λιβερ.) γιλτιρίμ’ Πόντ. (Νικόπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yildirim = κεραυνός.
Σημασιολογία
Κεραυνὸς ἔνθ’ ἀν.: Σκότωσε βόˬια πολλὰ ’ς τὸ χωριˬὸ τὸ γιλντιρίμ’ Καππ. (Μισθ.) Γιλτιρι’μ νὰ καίγ’νε σε! Πόντ. (Νικόπ.) Γιλτιρίμ’ νὰ ρούζ’ ἀπάν’σ’! (νὰ ρούζ’ = νὰ πέσῃ· ἄρά) αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA