γαργάρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαργάρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γαργάρα ἡ, κοιν. γαργάλα Εὔβ. (Κύμ.) Ἤπ. Θεσσ. Μακεδ.

Ετυμολογία

Λέξις πεποιημένη ἐκ τοῦ ἐπαναλαμβανομένου μορίου γὰρ γὰρ τοῦ δηλοῦντος τὸν ἦχον τοῦ γαργαρισμοῦ. Ὁ τύπος γαργάλα κατ’ ἀνομοίωσιν.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀνακογχυλιασμὸς οἱουδήποτε ὑγροῦ εἰς τὸν φάρυγγα πρὸς θεραπείαν νοσήματός τινος αὐτοῦ κοιν.: Κάνω γαργάρα ἢ γαργάρες μὲ ἁλατόνερο-μὲ λεμόνι-μὲ χαμομήλι κττ. Συνών. γαργαρητό. β) Ὁ ἦχος τῆς γαργάρας ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,92: Ποίημ. Ἀνοιγοκλοῦσ’ ὁ λάρυγγας, μαῦρο πετᾷ τὸ γαῖμα καὶ μέσ’ ’ς τὸν κόκκινό του ἀφρό, μέσ’ ’ς τὴ βραχνὴ γαργάρα μισοκομμέν’ ἀκούονται τοῦ τραγουδιοῦ τὰ λόγιˬα. γ) Κραυγή, θόρυβος Θρᾴκ.: Φωνὲς καὶ γαργάρες εἴχατε χτές. Σήμερα τὸ πῆγε ὅλο φωνὲς καὶ γαργάρες. 2) Τὸ πρὸς γαργαρισμὸν χρησιμοποιούμενον ὑγρὸν πολλαχ. 3) Χειροκίνητος φυσητὴρ σιδηρουργείου Θρᾴκ.: Γυρίζω τὴ γαργάρα καὶ φυσῶ γιˬὰ νὰ ζεστάνω τὸ σίδερο. 4) Τὸ πτηνὸν ἀκανθυλλὶς (διὰ τοὺς λαρυγγισμοὺς τοῦ κελαηδήματος) Κεφαλλ. 5) Παιδιὰ καθ᾿ ἣν διὰ τῆς τεχνητῆς ταχείας περιστροφῆς ἀντικειμένου τινὸς παράγεται ἦχος Ἤπ. Μακεδ. κ.ἀ. Συνών. σβούρα. 6) Πρᾶγμα λίαν καθαρὸν (ὡς ὁ καθαριζόμενος διὰ τῆς γαργάρας λαιμὸς) Θεσσ. Μακεδ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) κ.ἀ.: Ἔπλυνα τὸ ποτήρι καὶ τό ’καμα γαργάρα Βούρβουρ. 7) Πρᾶγμα συντελοῦν εἰς τὸν καθαρισμὸν Πελοπν. (Βούρβουρ.): Εἴχαμε ἀέρα γαργάρα γιˬὰ τὸ λίχνισμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/