γαργάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαργάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαργάρι τό, Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Μεσσ.) Χίος κ.ἀ.-Λεξ. Βλαστ. 438.

Ετυμολογία

Κατὰ Κορ. Ἄτ. 4, 68 ἐκ τοῦ Ἰταλ. gorgoglio, ὃ ἐκ τοῦ Λατιν. curculio ἢ gurgulio συγγενοῦς τοῦ Ἑλλην. γαργαρεών. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Εἶδος κανθάρου ἀγν. τόπ. 2)Μικρὸς λευκὸς σκώληξ ζῶν ἰδίως ἐντὸς τοῦ ξηροῦ στελέχους τοῦ ἀσφοδέλου Πελοπν. (Ἀνδροῦσ.) 3) Σκώληξ κοπρίτης Πελοπν. (Μεσσ.) 4) Τρώξ, σιτόψειρα Κορ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. γαργαρίτσα. 5) Τὸ ἔντομον σής, σκόρος Λεξ. Βλαστ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/