γαργαρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαργαρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαργαρίζω (ΙΙΙ) πολλαχ. γαργαρίτζω Χίος γαργαλίζω Βιθυν. γαργαλίζου Μακεδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γάργαρος. Ὁ τύπος γαργαλίζω παρήχθη κατ’ ἀνομοίωσιν.

Σημασιολογία

1)Εἶμαι διαυγής, ἐπὶ τοῦ ὕδατος Βιθυν. Πελοπν.: Τὸ νερὸ γαργαρίζει ἢ γαργαλίζει Βιθυν. 2) Μαρμαίρω, ἀκτινοβολῶ, ἐπὶ τῶν οὐρανίων σωμάτων πολλαχ.: Γαργαρίζει ὁ οὐρανὸς-τὸ φεγγάρι-τ’ ἄστρα. || Αἴνιγμ. Τὸ φίδι τρώ’ τὴ θάλασσα τσ’ ἡ θάλασσα τὸ φίδι τσ’ εἰς τοῦ φιδιˬοῦ τὴν τσεφαλὴ ὁ ἥλιˬος γαργαρίζει (ἡ θρυαλλὶς τοῦ λύχνου) Σάμ. 3) Ἀπαστράπτω ἐκ λευκότητος Κύθηρ. Πελοπν. (Λάστ.) Χίος κ.ἀ. 4) Καίω Θρᾴκ. Χίος: Γαργαρίζει τὸ κάμα Χίος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/