ἀσημοκαπνίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσημοκαπνίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀσημοκαπνίζω ἐνιαχ. ἀσημουκαπνίζου βόρ. ἰδιώμ. Μετοχ. ἀσημοκαπνισμένος σύνηθ. ἀσημουκαπνισμένους βόρ. ἱδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀσήμι καὶ τοῦ ρ. καπνίζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Καλύπτω μὲ λεπτὴν ἐπίστρωσιν ἀργύρου, ἐπαργυρῶ ἐνιαχ.: Ἔδωσα τὴν ἀλυσίδα νὰ μοῦ τὴν ἀσημοκαπνίσουν. Μετοχ. ἐπάργυρος σύνηθ.: Ρολόι ἀσημοκαπνισμένο. Πιστόλα ἀσημοκαπνισμένη σύνηθ. || ᾌσμ. Χαρίζω τὸ σπαθάκι μου τ᾽ ἀσημοκαπνισμένο Αἴγιν. Μί τὰ τσαπράκιˬα τὰ πουλλὰ τ᾽ ἀσημουκαπνισμένα Στερελλ. (Ἀράχ.) Μοῦ σκούριˬασις κὶ τ᾽ ἄρματα τ᾽ ἀσημουκαπνισμένα Μακεδ. (Φλόρ.) Συνών. ἀσημώνω 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/