γινάτιˬασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γινάτιˬασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γινάτιˬασμα τό, ἐνιαχ. γενάτιˬασμα Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Κέρκ. Μαθράκ. Ὀθων Παξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γινατιˬάζω, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ γενατιˬάζω.
Σημασιολογία
Ἐξόργισις.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA