γάργαρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γάργαρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γάργαρος ἐπίθ. σύνηθ. γάργαρους βόρ. ἰδιώμ. γαργαρὸς Καππ. (Σινασσ.) Λευκ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Στερελλ. (Μεσολόγγ.)-Λεξ. Αἰν. κάργαρος Χίος κάρκαρος Χίος Θηλ. γαργαρὴ ΝΠολίτ. Παροιμ 4, 498.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γαργάρα=πρᾶγμα κατακάθαρον ἐκληφθέντος ὡς ἐπιθέτου θηλυκοῦ γένους. Κατὰ Κορ. Ἄτ. 4, 76-7 ἡ λέξις ἐτυμολογικῶς σχετίζεται πρὸς τὸ παρ’ Ἡσυχίῳ «γαργαίρειν» [λάμπειν], πληθύειν [κινεῖσθαι, σπαίρειν]».
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ λάμπων, παμφαής, συνήθως ἐπὶ τῆς σελήνης ᾿Ιων. (Κρήν.) Θήρ. Λέσβ. Μακεδ. (Σισάν.) Χίος κ.ἀ.: Γάργαρο φεγγάρι Θήρ. Χίος Τοὺ φιgάρ’ εἶνι γάργαρου Λέσβ. β) ᾿Εν γένει ὁ λάμπων Στερελλ. (Παρνασσ.): Γάργαρου μάτ’. Πβ. γαργαρομμάτης. 2) Λίαν θερμός, καυστικὸς Χίος: Γάργαρο μεσημέρι. 3) Ἀνέφελος, καθαρός, ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ Ἤπ.: Γάργαρους οὐρανός. 4) Καθαρός, ἐπὶ χρώματος Ἤπ.-ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2, 59: Γάργαρα χρώματα ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. 5) Διαυγής, ἐπὶ ρέοντος ὕδατος σύνηθ.: Γάργαρο νερό σύνηθ. ‖ Παροιμ. Γιˬὰ τὸ διψασμένο γαργαρὴ εἶν’ ἡ μούτουλη (ὅτι ὁ ἐν μεγίστῃ ἀνάγκῃ εὑρισκόμενος μεταχειρίζεται οἱαδήποτε μέσα ἠθικὰ ἢ ἀνήθικα πρὸς σωτηρίαν. μούτουλη=βόρβορος) ΝΠολίτ. ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ. Καὶ μιˬὰ λαφῖνα ταπεινὴ δὲν πάει μαζὶ μὲ τ’ ἄλλα .... κιˬ ὅπ’ εὕρῃ γάργαρο νερό, θολώνει καὶ τὸ πίνει πολλαχ. ‖ Ποίημ. Καὶ μέσ’ ’ς τὰ γάργαρα νερὰ καὶ μέσ’ ’ς τὲς κρύες βρύσες νεράιδες νὰ μᾶς νίβουνε, φιλει͜ὰ νὰ μᾶς χορταίνουν ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,224. Συνών. γαργαριστὸς (ΙΙ)1. 6)Κρυστάλλινος, μετάλλινος, ἐπὶ φωνῆς πολλαχ.: Γάργαρη φωνή. Γάργαρο γέλιˬο. Συνών. γαργαριστὸς (ΙΙ) 3. Β) Οὐσ. 1) Ἡ ἔξοχος λαμπρότης, τὸ ἄπλετον φῶς Νάξ. κ.ἀ.: ᾿Εντύνουντα μὲ ροῦχα ἄσπρα κάτασπρα σὰν τὰ γάργαρα τοῦ νήλιˬου Νάξ. 2) Δυνατὴ θερμότης ἡλιακή, καύσων ἀτμοσφαιρικὸς Ἰων. (Κρήν.) Νάξ. Χίος κ.ἀ.-Λεξ. Βλαστ. 361: Ἦταν ἀσπροφόρες ὅλες καὶ μέσ’ ’ς τὸ κάργαρο τοῦ μεσημεριˬοῦ ἐβαστούσανε σειρὰ Χίος Ἦρτε μέσ’ ’ς τὸ γάργαρο τοῦ ἥλιˬου Κρήν. 3) Μεσημβρία Χίος: Γάργαρον σοῦ λῶ εἶν’ τσ’ ἄντ’ ’ὰ φάωμεν (λῶ=λέγω ἐγώ, λέγω). Συνών. μεσημέρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA