γινάτω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γινάτω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γινάτω ἐπίθ. θηλ., ἐνιαχ. ἰνάτω Πελοπν. (Βερεστ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γινάτι κατ’ ἀναλογ. πρὸς ἄλλα εἰς -ω θηλ., ὡς Ἀράπω, Μαγδάλω, μουντζούρω, τσουράπω κ.τ.τ.

Σημασιολογία

Γυνὴ πείσμων καὶ ἐχθρικῶς διακειμένη: Τί θέλεις, μωρ’ γινάτω, ποὺ ἀπὸ τὸ ἰνάτι σου δὲν ξέρεις τί κάνεις; Πβ. γινατσῆς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/