ἀσημοκουκουλλωμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσημοκουκουλλωμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσημοκουκουλλωμένος ἐπίθ. ἁμάρτ. Ἀσημοκουκ᾽λλωμένος Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀσήμι καὶ τοῦ κουκουλλωμένος μετοχ. τοῦ ρ. κουκουλλώνω. Ὁ τύπ. ἀσημοκουκ᾽λλωμένος καὶ ἐν ᾄσμ. ἐκ Κρήτης τοῦ 18ου αἰῶνος.

Σημασιολογία

Ὁ δι᾽ ἀργύρου κεκαλυμμένος, ὁ κατάφορτος ἐξ ἀργυρῶν κοσμημάτων: Κάμερα ἀσημοκουκ᾽λλωμένη || ᾎσμ. Τρεῖς Ἀτζιgάνοι ἐγεύγουdο σὲ γυροποταμίδα κ᾽ οἱ τρεῖς σγουροὶ κ᾽ οἱ τρεῖς ξαθοὶ κ᾽ οἱ τρεῖς μαυρατζιgάνοι κοράσιˬο τσοὶ κερνωποτᾷ ἀσημοκουκ᾽λλωμένο (γυροποταμίδα = ὄχθη ποταμοῦ, κερνωποτῶ = κερνῶ καὶ ποτίζω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/