ἀσημοκούμπι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσημοκούμπι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσημοκούμπι τό, Ἤπ. Πελοπν. (Μεσσ.) Τῆλ. Χίος (Καρδάμ.) - Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ἀσημουκούμπι Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀσημοκούγκι Τσακων. ἀσημόκοbο Κεφαλλ. ἀσημόκουμπο Αἴγ. Ἤπ. Θήρ. Ἴος Πελοπν. - Λεξ. Δημητρ. – Κ. Κρυστάλλ. Ἔργα 1,213.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀσήμι καί κουμπί.

Σημασιολογία

Ἀργυροῦν κομβίον ἔνθ᾽ ἀν.: ᾌσμ. Ἀσημοκούμπι καὶ κουμπί, χρουσὸ δαχτυλιδάκι Τῆλ. Κ᾽ ἔχυναν τ᾽ ἀσημόκουμπα γιˬὰ βόλιˬα ᾽ς τὰ ντουφέκιˬα Ἤπ. Ἔσπτατσε τ᾽ ἀσημόκουμπο τσ᾽ ἐφάνη τὸ βυζί της Αἴγ. - Ποίημ. Πλέν᾽ ἡ Μαριˬὼ ᾽ς τὸν ποταμό, πλένει τὲς φορεσιˬές της κ᾽ οἱ ὀμορφιˬές της λάμπουνε κιˬ ἀστράφτουν ᾽ς τὸ κορμί της, ἀράδες τ᾽ ἀσημόκουμπα κιˬ ἀράδες τὰ γιˬουρdάνιˬα Κ. Κρυστάλλ. ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/