ἀσημοκουμπούρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσημοκουμπούρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσημοκουμπούρα ἡ, Ἤπ. Πελοπν. (Οἰν. Πύλ. κ.ἀ.) Σῦρ. - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀσήμι καὶ κουμπούρα.
Σημασιολογία
Πιστόλιον φέρον ἀργυρᾶ ποικίλματα ἔνθ᾽ ἀν.: ᾌσμ. Ἐζήλεψε τὸ χαιˬμαλί, τοὶς ἀσημοκσυμποῦρες Ἤπ. Φοροῦν τὰ πόσιˬα τὰ χρυσᾶ, τοὶς ἀσημοκουμποῦρες, τοὶς τρεῖς ἀράδες τἁ κουμπιˬά, τοὶς τρεῖς τ᾽ ἀπανωκούμπιˬα Πύλ. Κιˬ ὁ γέρως ἅμα τό᾽ ᾽λαβ᾽ ἐχαμωγέλασε, τοὶς ἀσημοκουμποῦρες τοὶς ἐξεκρέμασε Σῦρ. Συνών. ἀσημοκουμπούρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA