ἀσημόκουππα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσημόκουππα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀσημόκουππα ἡ, πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀσήμι καἱ κούππα.

Σημασιολογία

Ἀργυροῦν ποτήριον πολλαχ.: ᾌσμ. Μ᾽ αὐτὴ τὴν ἀσημόκουππα θέλω νὰ πιˬῶ πέντ᾽ ἕξι κιˬ ἂ δὲ μεθύσω, κόρη μου, κέρνα μ᾽ ὅσο νὰ φέξῃ πολλαχ. Νὰ τό ᾽ξερα, λεβέντη μου, πῶς μοῦ τὸ λές ἀλήθε͜ια, θὰ γίνω γῆ νὰ μὲ πατᾷς, γεφύρι νὰ περάσῃς, θὰ γίνω κιˬ ἀσημόκουππα νὰ σὲ κερνάω νὰ πίνῃς Πελοπν. (Λεοντάρ.) Νὰ γένου κιˬ ἀσημόκουππα νὰ μὶ κρατᾷς στὰ χέριˬα, ν- ἰσὺ νἀ πίνῃς τοὺ κρασὶ κ᾽ ἰγὼ νὰ λάμπου μέσα Μακεδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/