γιˬογλεντὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬογλεντὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γιˬογλεντὴς ἐπίθ. ἐνιαχ. γιˬογλεdὴς Κεφαλλ.

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἄτακτος εἰς τὴν ζωήν του, σπάταλος, ἄσωτος ἔνθ’ ἀν.: Νά’τος δ γιˬογλεdής μας! 2) Περίγελως, καταγέλαστος: Δὲ dρέπεσαι | Ἔγινες γιˬογλεdής. 3) Ἀπατεών.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/