ἀντιδικιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιδικιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντιδικιˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ἀdιδικιˬὰ Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀντιδικία.
Σημασιολογία
1) Ἔχθρα, ἐναντιότης, δυσμένεια: Αὐτοὶ εἶχαν ἀdιδικιˬὰ καὶ πιˬαστήκαν. β) Ἡ ἐκ τοῦ Θεοῦ δυσμένεια: Ἀντιδικιˬὰ νὰ τὄρθη! (ἀρά). ’Ιδ. ἀντίδικος. 2) Δυστροπία κακεντρέχεια, μοχθηρία: Δὲ dὸν ἀφίνει ἡ ἀdιδικιˬὰ νὰ κάμῃ καλό. Θὰ τὸ φάῃ ἡ ἀντιδικιˬά του (ἐπὶ παιδίου συνεχῶς κλαίοντας καὶ δυστροποῦντος).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA