ἀσημόνερο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσημόνερο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσημόνερο τό, Ζάκ. - Λεξ. Βλαστ. 484 Πρω. Δημητρ. ἀσημονέρι Ἤπ. - Λεξ. Δημητρ. ἀσημουνέρι Μακεδ. (Φλόρ.) ἀσημουνέρ᾽ Θεσσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀσήμι καὶ νερό. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Τὸ βασιλικὸν ὕδωρ (μεῖγμα νιτρικοῦ καὶ ὑδροχλωρικοῦ ὀξέος) χρήσιμον πρὸς δοκιμὴν τῶν χρυσῶν ἀντικειμένων Ζάκ. Ἤπ. - Λεξ. Βλαστ. 484 Πρω. Δημητρ. 2) Τὸ διαυγὲς ὕδωρ Θεσσ. Μακεδ. (Φλόρ.) - Λεξ. Δημητρ.: ᾎσμ. ᾽Σ τὴ βρύσι βγαί᾽ ἕνα νιρό, τοὺ λέν ἀσημουνέρι, τοὺ πίνουν οί Ρουμιˬώτισσις, τοὺ πίνουν κὶ στιρφεύουν Φλόρ. [**]
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA