γιˬοκλαντίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬοκλαντίζω

Τυπολογία

γιˬοκλαντίζω Ἰων (Βουρλ.) γιˬοκλαdίζω Θρᾴκ. (Μαδυτ.) γιˬοκλατίζω Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yoklamak = ψηλαφῶ, ἐξετάζω, ἐπιθεωρῶ.

Σημασιολογία

Γιˬοκλαντάρω 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐγιˬοκλάτισέν του ὁ ζαπτιˬές, ἀμ-μὰ ’έν ηὗρε τίποτε Κύπρ. Ἡ ἀστυνομία ἐγιˬοκλάτισεν οὕλ-λον τὸ σπίτιν αὐτόθ. Νὰ γιˬοκλαντίσῃς μιˬὰ ματιˬά, νὰ δῇς τί κάνουνε Ἰων (Βουρλ.) || ᾎσμ. Τὸν κόσμον ’πολογι ˬάσαν τον καὶ πκιˬὸν τὸν γιˬοκλατίζουν ’ς τὴν φυλακὴν ἐβάλαν τον κ’ εὐθὺς τὸν ρωμανίζουν (’πολογιˬάσαν = κατεδίωξαν, ρωμανίζουν = ἐγκλείουν ἀσφαλίζοντες τὴν θύραν) Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/