ἀσημοπάλουκο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσημοπάλουκο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσημοπάλουκο τό, Πελοπν. (Ἀρκαδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀσήμι καὶ παλούκι.

Σημασιολογία

Ἀργυροῦς πάσσαλος ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. Γυρεύει πόρτα γιˬὰ νὰ μπῇ, σκαλούνι νὰ πατήσῃ, γυρεύει ἀσημοπάλουκο νὰ δέσῃ τ᾽ ἄλογό του Ἀρκαδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/