ἀσημοπέταλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσημοπέταλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσημοπέταλο τό, Κάρπ. Πελοπν. (Λάστ.) –ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2, 125.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀσήμι καὶ πέταλο.
Σημασιολογία
1) ᾿Αργυροῦν πέταλον Πελοπν. (Λάστ.) –ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν.: Τὰ πόδιˬα του τ’ ἀνεμόφτερα δὲν ἐπατοῦσαν ὁλότελα γῆ κ᾿ ἐλαμποκοποῦσαν καὶ τὰ τέσσερ’ ἀσημοπέταλά του ΚΚρυστάλλ. ἔνθ᾽ ἀν. 2) Ἀργυροῦν πέταλον ὑφαντικοῦ ἱστοῦ Κάρπ.: ᾌσμ. Ἀφίν᾿ ἀσημοπέταλο, ὁλόχρυση σαγίττα, καὶ βάλ-λει τ’ ἀσημόσκαλο, ’ς τὸ δῶμα της ἐβγαίνει.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA