γιολτζῆς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιολτζῆς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γιˬολτζῆς ὁ, Ἄνδρ. Βιθυν. (Κουβούκλ.) Ἤπ. (Πάργ. κ.ἀ.) Θήρ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Μάδυτ.) Ἰων. (Κρήν.) Κρήτ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Κὰρς) Προπ. (Ἀρτάκ.) Σάμ. (Μαραθόκ.) -Λεξ. Βυζ. Μπριγκ. Περίδ. γιˬουλτζῆς Λέσβ. Μακεδ. (Πεντάπ.) Τὴν.-Ν. Πολίτ., Παροιμ., 2,318 γιˬολτ'ῆς Πόντ. (Χαλδ.) γιˬολιτζῆς Θὴρ. γελουτσῆς Μεγίστ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yolcu = ὁδοιπόρος, ταξιδιώτης.

Σημασιολογία

1) Ὁδοιπόρος, ταξιδιώτης Ἄνδρ. Βιθυν (Κουβούκλ.) Ἤπ. (Πάργ. κ.ἀ.) Θήρ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Μάδυτ.) Ἰων. (Κρὴν.) Κρὴτ. Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Πόντ. (Χαλδ.) Προπ. (Ἀρτάκ.) Σάμ (Μαραθόκ.)-Ν. Πολίτ., Παροιμ., 2,318 -Λεξ. Βυζ. Μπριγκ. Περίδ.: Ἄρκοdας, ἄμα ἄμυˬαλος χωριˬάτ’ς, μὲ τὸ γνωστικὸ γιολτζῆ Κουβούκλ. || Παροιμ. Ἴσαμι νά ᾿σι σὺ γιˬουλτζῆς τσὶ ’γὼ χαν’τζῆς, θ’ ἀdαμώσουμι μιˬὰ φουρὰ (χαν’τζῆς = ξενοδόχος· δι’ αὐτοὺς ποὺ μᾶς ξεγελοῦν εἰς τὰ συναλλαγάς, διότι δὲν φοβοῦνται τὸν ἔλεγχον καὶ τὴν ἀνταπόδοσιν τῶν ἴσων, ὄντες πεπεισμένοι ὅτι οὐδέποτε πλέον θὰ ἔχῃ κανεὶς συναλλαγὰς μὲ αὐτούς) Ν. Πολίτ., ἔνθ᾽ ἀν. || ᾎσμ. Τῆς ἀροδάφνης κούκκουτσο, τῆς πικροδάφνης φύλλο, δῶστε μου τὴν κασσέλα μου, κ’ εἶμαι γιˬολτζῆς, νὰ φύγω Κρήν. 2) Ὁ μετανάστης Πόντ. (Κὰρς). 3) Ὁ μὴ ἐπιτυγχάνων κάτι Ἄνδρ.: Ἤρθενε πάλι ὁ Λουλούδης γιˬολτζῆς (ἄπρακτος). 4) Φίλος, γνωστὸς Τὴν.: Ἔχου ἕνα γιˬουλτζῆ ’ς τ’ χώρα. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γιˬουλτζῆς καὶ ὡς ἐπών. Μακεδ. (Θεσσαλον.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/