ἀντιδωράκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιδωράκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντιδωράκι τό, ἀμάρτ. ἀdιδιράκι Σάμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀντίδωρο (ΙΙ) διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άκι ἄνευ σημ. ὑποκορ.

Σημασιολογία

'Αντίδωρον (ΙΙ) 1, ὃ ἰδ.: ᾎσμ. Δῶ μου κὶ μένα μιˬὰ κλουνιˬὰ νὰ πλέξου μαdηλάκι, νὰ τό ’χου πᾶσα Κυριˬακὴ νὰ παίρ’ ἀdιδιράκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/