ἀντιθύριδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιθύριδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντιθύριδο τό, ἀμαρτ. ἀντιθέριδο Πελοπν. (Λακων.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. θυρίδι.
Σημασιολογία
Ὀπὴ ἐν τῷ τοίχῳ ὑπολειφθεῖσα ἐκ τῆς τοιχοδομίας ἢ παρεμφερὲς κοίλωμα, ὅπου ἀποθέτουν πρόχειρά τινα πράγματα: Μέσα ᾿ς τ᾿ ἀντιθέριδο εἶναι τὸ τριβέλλι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA