ἀν-τίκα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀν-τίκα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀν-τίκα ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ᾿ν-τίκα Ἤπ. (Δρόβιαν.) ἀ-τίκα Νάξ. (Γαλανᾶδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ᾿Ιταλ. ἐπιθ. antica θηλ. τοῦ antico.

Σημασιολογία

1) ᾿Αρχαῖον πρᾶγμα, συνήθως πολύτιμον, κειμήλιον κοιν. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ.): Αὐτὸ εἶναι ἀν-τίκα Κέρκ. Τέτο͜ια πράματα ποῦ ᾽ναι ἀ-τίκες τὰ φυλάουνε Νάξ. (Γαλανᾶδ.) || Φρ. Τὸ χωράφι εἶν᾿ ἀν-τίκα (μεταφ. ἀρίστης ποιότητος) Ἄνδρ. (Κόρθ.) ᾿Αν-τίκα πρᾶμα (ἐξαίρετον) Θρᾴκ. (Κομοτ.) Ἄνθρωπος ἀν-τίκα (ἐξαίρετος, καλὸς) Πελοπν. (Πάτρ.) Εἶναι μιˬὰ ἀν-τίκα! (μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου περιδεξίου, πανούργου, κατ᾿ ἀντίφρ.) κοιν. || Παροίμ. Ἄλλες οἱ ἀν-τίκες τοῦ καστριˬοῦ κιˬ ἄλλες οἱ ἄλλες πέτρες (ἀν-τίκες=ἴσως ἀποκόμματα γλυπτῶν ἔργων, ἐνεπιγράφων πλακῶν ἢ λίθοι ἀρχαίων μνημείων ὅτι ἐπὶ φαινομένων ὁμοίων ὑπάρχει πολλάκις μεγίστη διαφορὰ) Σάμ. β) Παλαιὸς δακτυλιόλιθος γεγλυμμένος καὶ συνήθως δακτυλίδιον φέρον τοιοῦτον δακτυλιόλιθον κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Αὐτὸ τὸ δαχτυλίδι εἶναι ἀν-τίκα κοιν. ᾽Αβοῦτο τὸ δαχτυλίδ’ ἀν-τίκαν ἔν᾿ Πόντ. (Χαλδ.) || Φρ. Κρασὶ-λᾴδι νερὸ ἀν-τίκα (ἤτοι διαυγὲς ὡς ὁ δακτυλιόλιθος) Πελοπν. (Κορινθ. Μεσσ.) κ.ἀ. Οὐρανὸς ἀν-τίκα Πελοπν. (Καλάβρυτ.) || ᾎσμ. Ἀπόψε τό ’δα τ’ ὄνειρο ᾿ς τ᾿ς ἕξε ’ς τ᾿ς ἑφτὰ τὴ νύχτα πῶς ἄλλος δὰ σ᾽ ἀgαλεˬαστῇ, ὁλόχρυσή μ’ ἀν-τίκα Κρήτ. γ) ᾽Αρχαῖον νόμισμα Νίσυρ. Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.) Χίος: ’Αβοῦτο ἡ παρὰ ἀν-τίκα ἔν᾿ (παρᾶ=παρᾶς) Κοτύωρ. «Εἰς τὴν Νίσυρον πάντοτε εὑρίσκομεν τέτοιες ἀν-τίκες» (Αὐγὴ Δωδεκανησ. 1927 Αὔγουστος σ. 4). Οὑ θησαυρὸς εἶνι κλεισμένους μὶ μαλαματένια θύρα ’ς τὴ γῆ. Αὐτὴ ἡ θύρα ἀνοί’ μουναχή της, ἅμα ἀγγίξῃς ἀπάνου τοὺ σιδιρουχόρταρου κὶ τὴν ἀν-τίκα. Ἡ ἀν-τίκα εἶνι ἕνα ἀρχαῖου ὄβουλου (ἐκ παραδ.) Μακεδ. δ)Σπόγγος, προσφυόμενος ἐπὶ θραύσματος ἀγγείου ἢ ἄλλου πράγματος, μετ’ αὐτοῦ δὲ τούτου ἁλιευόμενος Σύμ. ε) Εἶδος κεντήματος ἢ ραφῆς περὶ τὴν ᾤαν μανδηλίων κττ. (ἴσως ὡς ἀρχαϊκοῦ) Θρᾴκ. (Κασταν. Σηλυβρ.): Τρία μαντήλιˬα, τὸ ἕνα μεταξωτό, τὸ ἕνα bατιστένιˬο μὲ ἀν-τίκα γυρισμένο Σηλυβρ. Θά ’χῃ ἡ νύφη σαράντα μαντήλιˬα μεταξωτὰ καὶ λινὰ μ᾿ ἀν-τίκα γιὰ μαντηλώματα Κασταν. 2) Συνεκδ. ἐπὶ ἀνθρώπου γηράσαντος ἢ πράγματος παλαιωθέντος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Χαλδ.): Τὸ φουστάν’ τὸ φορεῖ ἀν-τίκαν ἔν’ Χαλδ. «Ἐφάγαμεν εἰς τὸ φτωχικόν μου μ᾿ ἀν-τίκες τοῦ ἀγῶνος συντροφευμένοι» ΓΒλαχογιάνν. Ἀρχ. Μακρυγιάνν. 1, 307 3) Ἐπὶ ἀνθρώπου, ὁ ἐμμένων εἰς τὰ παραδεδομένα, ἀσυγχρόνιστος Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.): ’Αβοῦτος ἄρθωπον τίπ ἀν-τίκαν ἔν (τίπ=ἐντελῶς) Χαλδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/