ἀντικάματο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντικάματο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντικάματο τό, ἀμάρτ. ἀdικάματο Κύθηρ. ἀdίκαμα Κύθηρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. κάματο, δι᾿ ὃ ἰδ. κάματος. Ὁ τύπ. ἀdίκαμα ἐκ τοῦ πληθ. ἀdικάματα, ὡς καὶ μερόκαμα ἀντὶ μεροκάματο.
Σημασιολογία
Ἡ ἐπ᾿ ἀνταποδόσει παρεχομένη γεωργικὴ ἐργασία: Ἔρχεσαι ἀdικάματο; (ἔρχεσαι νὰ ἐργασθῇς ᾿ς τὸ δικό μου ἀμπέλι διὰ νά ’ρθω αὔριο ἐγὼ ᾿ς τὸ δικό σου;) Αὐτοὶ κάνουν ἀdικάματα (ἐργάζονται εἰς τὰ κτήματά των ἀμοιβαίως). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀντιβόηˬθε͜ια.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA